Τα πνευστά όργανα στην παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας αποτελούν βασικά στοιχεία της ηχητικής ταυτότητας πολλών περιοχών και έχουν κεντρικό ρόλο τόσο στη μελωδία όσο και στην έκφραση των τοπικών ιδιωμάτων. Ανάμεσα στα πιο χαρακτηριστικά πνευστά ξεχωρίζει το κλαρίνο, που κυριαρχεί σε πολλές μορφές της ηπειρωτικής και νησιωτικής μουσικής.
Το κλαρίνο εισήχθη στην ελληνική μουσική σκηνή κατά τον 19ο αιώνα και γρήγορα υιοθετήθηκε από τους ντόπιους μουσικούς, αντικαθιστώντας ή πλαισιώνοντας παλαιότερα παραδοσιακά όργανα, όπως το ζουρνά ή τον αυλό. Χάρη στη μεγάλη εκφραστική του δύναμη και την ευκολία με την οποία αποδίδει στολισμούς, γλιστρήματα και μικροδιαστήματα, το κλαρίνο προσαρμόστηκε ιδανικά στις απαιτήσεις της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής.
Το κλαρίνο έχει έντονη παρουσία στην Ηπειρωτική μουσική, όπου αποδίδει με βαθιά, δραματική έκφραση τα αργά και συχνά λυρικά κομμάτια της περιοχής. Παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη, συμμετέχοντας σε πανηγύρια, γάμους, τοπικές γιορτές και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Η τεχνική παιξίματος ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή και τη μουσική παράδοση, ενώ κάθε σπουδαίος κλαρινίστας έχει συχνά το δικό του προσωπικό ύφος.
Πέρα από το κλαρίνο, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας συναντάμε και άλλα πνευστά όπως ο ζουρνάς, που έχει διαπεραστικό, δυναμικό ήχο και χρησιμοποιείται κυρίως σε Θρακιώτικες και Μακεδονικές παραδόσεις, συχνά μαζί με το νταούλι. Επίσης, οι τσαμπούνες (παραδοσιακές ασκομαντούρες) και οι αυλοί (μονό ή διπλό αυλός) είναι διαδεδομένοι σε νησιωτικές και ορεινές περιοχές, όπως τα Δωδεκάνησα, οι Κυκλάδες και τα νησιά του Αιγαίου.
Τα πνευστά όργανα στην παραδοσιακή μουσική δεν είναι απλώς συνοδευτικά: είναι πρωταγωνιστές, φέρουν τη μελωδία, αποδίδουν το πάθος, τη θλίψη, τη χαρά και τη δύναμη της λαϊκής ψυχής. Είναι φορείς πολιτισμού, ιστορίας και συναισθημάτων, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη διατήρηση και την ανανέωση της παραδοσιακής μουσικής κληρονομιάς.