Τα κρουστά όργανα της ορχήστρας αποτελούν μία από τις πιο ποικιλόμορφες και εντυπωσιακές ομάδες οργάνων στην κλασική μουσική. Χαρακτηρίζονται από τον ρυθμικό και χρωματικό τους ρόλο, προσφέροντας ένταση, δυναμισμό, αλλά και εκφραστική λεπτότητα σε ένα συμφωνικό έργο. Η οικογένεια των κρουστών περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία οργάνων που παράγουν ήχο κυρίως μέσω κρούσης, είτε με μπαγκέτες, είτε με τα χέρια ή άλλα βοηθητικά μέσα.
Τα κρουστά χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: κουρδιζόμενα (με καθορισμένο τονικό ύψος) και ακούρδιστα (χωρίς συγκεκριμένο ύψος). Στα κουρδιζόμενα ανήκουν όργανα όπως τα τύμπανα (timpani), το ξυλόφωνο, το μεταλλόφωνο (glockenspiel), η μαρίμπα και το βιμπράφωνο. Αυτά μπορούν να παίξουν νότες συγκεκριμένης τονικότητας και συχνά εκτελούν μελωδικές ή αρμονικές γραμμές.
Στα ακούρδιστα κρουστά περιλαμβάνονται τα κύμβαλα, το ταμπούρο, η γκροτέσκα, το γκονγκ, το τρίγωνο, η κάσα, τα καμπανάκια και πολλά άλλα. Αυτά τα όργανα χρησιμοποιούνται για να δώσουν έμφαση, να δημιουργήσουν δραματικά εφέ ή να ενισχύσουν τον ρυθμό και τη δυναμική ένταση της μουσικής.
Η χρήση των κρουστών εξελίχθηκε σημαντικά με την πάροδο των αιώνων. Από τον πιο περιορισμένο ρόλο τους στις πρώιμες συμφωνίες, έφτασαν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε έργα του 19ου και 20ού αιώνα, προσφέροντας όχι μόνο ρυθμό αλλά και ηχοχρωματικό πλούτο, ειδικά στη συμφωνική και κινηματογραφική μουσική.
Οι κρουστοί μουσικοί απαιτείται να είναι ευέλικτοι και πολυτάλαντοι, καθώς συχνά εναλλάσσονται ανάμεσα σε πολλά διαφορετικά όργανα μέσα σε ένα μόνο έργο. Η ακρίβεια, ο συγχρονισμός και η ευαισθησία στον ήχο είναι καθοριστικά στοιχεία για την επιτυχημένη εκτέλεση των κρουστών στην ορχήστρα.
Συνολικά, τα κρουστά προσθέτουν ένταση, ρυθμό και φαντασία στη μουσική και είναι αναπόσπαστο κομμάτι του συμφωνικού συνόλου, εμπλουτίζοντας κάθε ερμηνεία με μοναδική ενέργεια και χρώμα.